- υδραιμικός
- -ή, -ό, Ν [υδραιμία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υδραιμία2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υδραιμία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδραιμικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην υδραιμία (βλ. λ.): Υδραιμική έρευνα. 2. το αρσ. ως ουσ., υδραιμικός αυτός που πάσχει από υδραιμία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)